συνεισφέρω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισφέρω Medium diacritics: συνεισφέρω Low diacritics: συνεισφέρω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΩ
Transliteration A: syneisphérō Transliteration B: syneispherō Transliteration C: syneisfero Beta Code: suneisfe/rw

English (LSJ)

A join in paying war-tax (εἰσφορά), X.HG2.1.5 (with v.l.), D.H.4.11, etc.: generally, join in payments, PGrenf.1.13.3 (ii B.C.), OGI455.16 (Aphrodisias, i B.C.), Senatus consultum), 483.33 (Pergam., ii A.D.): metaph., σ. τι ἐπί τι, πρός τι, Ptol.Geog.1.6.2, Them.Or.7.88a; εἴς τι Sor.1.33, Jul.Or.1.4d (Med.):—Med., σ. κριόν Alciphr.3.35.
2 metaph., ὃς ἂν μὴ συνεισενέγκῃ τὰ σχήματα τοῖς λόγοις make gestures appropriate to his words, Lib.Or.64.74.
II in literal sense, insert or administer at the same time, Sor.2.62, Philum. ap. Orib.45.29.23.
III Pass., of property, to be brought into the common stock by one or other party to a marriage, PMasp. 151.181 (vi A.D.), PFlor.93.18 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. φέρω), mit oder zugleich hineintragen, beitragen, χρήματα Xen. Hell. 2, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

apporter en même temps comme contribution de guerre.
Étymologie: σύν, εἰσφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισφέρω tegelijk naar binnen dragen; Plut. Phoc. 30.7; met εἰς + acc. in. bijdragen (van geld of voedsel):; τεταρτημόριον een kwart Plut. Publ. 23.4; τροφήν voedsel Plut. Publ. 16.9; met ἐπί + dat. voor iets:. ἐπὶ τιμῇ voor het bewijzen van de eer Plut. Publ. 23.4.

Russian (Dvoretsky)

συνεισφέρω:
1 вместе вносить, участвовать во взносах: χρήματα ξυνεισενεγκεῖν Xen. принять участие в финансировании;
2 (в одно место), сносить (εἰς ἀγοράν τι Plut.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ εἰσφέρω
1. (ιδίως σχετικά με χρήματα) εισφέρω, καταβάλλω από κοινού (α. «όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους σεισμοπαθείς» β. «συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνεισενεγκεῖν», Ξεν.)
2. μτφ. συντελώ, συμβάλλω σε κάτι από κοινού
μσν.
απονέμω σε κάποιον κάτι μαζί με άλλους («ὤφειλον... τῷ τῶν τοσούτων ἀγαθῶν δοτῆρι θεῷ ἀναλογοῦσαν τὴν εὐγνωμοσύνην... συνεισενεγκεῖν», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. παρέχω κάτι συγχρόνως
2. μέσ. α) συνεισφέρομαι
προσφέρω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεισηνέγκατο ὁ μὲν κριόν, ὁ δὲ τράγον», Αλκίφρ.)
β) μεταφέρω, φέρνω μαζί μου
3.παθ. (για περιουσία) καταβάλλομαι σε κοινό ταμείο και από τις δύο πλευρές λόγω συνοικεσίου.

Greek Monotonic

συνεισφέρω: μέλ. -εσοίσω, πληρώνω από κοινού τον πολεμικό φόρο (εἰσφορά), σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισφέρω: εἰσφέρω, πληρώνω ὁμοῦ τὸν πολεμικὸν φόρον (εἰσφορά), Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Διον. Ἁλ., κλπ.· μεταφορ., σ. τι πρός τι ἐπί τι Θεμίστ. 88Α, Πτολ. ― Μέσ., συν. κριὸν Ἀλκίφρων 3. 35.

Middle Liddell

fut. -εισοίσω
to join in paying the war-tax (εἰσφορά), Xen.