συνεισφέρω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
A join in paying war-tax (εἰσφορά), X.HG2.1.5 (with v.l.), D.H.4.11, etc.: generally, join in payments, PGrenf.1.13.3 (ii B.C.), OGI455.16 (Aphrodisias, i B.C.), Senatus consultum), 483.33 (Pergam., ii A.D.): metaph., σ. τι ἐπί τι, πρός τι, Ptol.Geog.1.6.2, Them.Or.7.88a; εἴς τι Sor.1.33, Jul.Or.1.4d (Med.):—Med., σ. κριόν Alciphr.3.35.
2 metaph., ὃς ἂν μὴ συνεισενέγκῃ τὰ σχήματα τοῖς λόγοις make gestures appropriate to his words, Lib.Or.64.74.
II in literal sense, insert or administer at the same time, Sor.2.62, Philum. ap. Orib.45.29.23.
III Pass., of property, to be brought into the common stock by one or other party to a marriage, PMasp. 151.181 (vi A.D.), PFlor.93.18 (vi A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. φέρω), mit oder zugleich hineintragen, beitragen, χρήματα Xen. Hell. 2, 1, 5.
French (Bailly abrégé)
apporter en même temps comme contribution de guerre.
Étymologie: σύν, εἰσφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εισφέρω tegelijk naar binnen dragen; Plut. Phoc. 30.7; met εἰς + acc. in. bijdragen (van geld of voedsel):; τεταρτημόριον een kwart Plut. Publ. 23.4; τροφήν voedsel Plut. Publ. 16.9; met ἐπί + dat. voor iets:. ἐπὶ τιμῇ voor het bewijzen van de eer Plut. Publ. 23.4.
Russian (Dvoretsky)
συνεισφέρω:
1 вместе вносить, участвовать во взносах: χρήματα ξυνεισενεγκεῖν Xen. принять участие в финансировании;
2 (в одно место), сносить (εἰς ἀγοράν τι Plut.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ εἰσφέρω
1. (ιδίως σχετικά με χρήματα) εισφέρω, καταβάλλω από κοινού (α. «όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους σεισμοπαθείς» β. «συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνεισενεγκεῖν», Ξεν.)
2. μτφ. συντελώ, συμβάλλω σε κάτι από κοινού
μσν.
απονέμω σε κάποιον κάτι μαζί με άλλους («ὤφειλον... τῷ τῶν τοσούτων ἀγαθῶν δοτῆρι θεῷ ἀναλογοῦσαν τὴν εὐγνωμοσύνην... συνεισενεγκεῖν», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. παρέχω κάτι συγχρόνως
2. μέσ. α) συνεισφέρομαι
προσφέρω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεισηνέγκατο ὁ μὲν κριόν, ὁ δὲ τράγον», Αλκίφρ.)
β) μεταφέρω, φέρνω μαζί μου
3.παθ. (για περιουσία) καταβάλλομαι σε κοινό ταμείο και από τις δύο πλευρές λόγω συνοικεσίου.
Greek Monotonic
συνεισφέρω: μέλ. -εσοίσω, πληρώνω από κοινού τον πολεμικό φόρο (εἰσφορά), σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισφέρω: εἰσφέρω, πληρώνω ὁμοῦ τὸν πολεμικὸν φόρον (εἰσφορά), Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Διον. Ἁλ., κλπ.· μεταφορ., σ. τι πρός τι ἐπί τι Θεμίστ. 88Α, Πτολ. ― Μέσ., συν. κριὸν Ἀλκίφρων 3. 35.