προσεμπίπτω
English (LSJ)
fall on besides, τινι Aristid.Or.25(43).22.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Α ἐμπίπτω
πέφτω μέσα σε κάτι επιπροσθέτως («τούτοις ἕτερα προσενέπιπτε σώματα», Αριστείδ.).
fall on besides, τινι Aristid.Or.25(43).22.
Α ἐμπίπτω
πέφτω μέσα σε κάτι επιπροσθέτως («τούτοις ἕτερα προσενέπιπτε σώματα», Αριστείδ.).