προσεμπίπτω

English (LSJ)

fall on besides, τινι Aristid.Or.25(43).22.

German (Pape)

[Seite 759] (s. πίπτω), dazu hineinfallen, verfallen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμπίπτω: ἐμπίπτω προσέτι, τινι Ἀριστείδ. 1. 544.

Greek Monolingual

Α ἐμπίπτω
πέφτω μέσα σε κάτι επιπροσθέτως («τούτοις ἕτερα προσενέπιπτε σώματα», Αριστείδ.).