προσεπιβλέπω
English (LSJ)
look for besides, Arist.APr.45a21, Str.3.3.6.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu besehen, Strab. 3, 3, 6; ἄλλην ὁδόν, sich danach umsehen, Arist. anal. pr. 1, 28.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιβλέπω: кроме того высматривать (ἄλλην ὁδόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιβλέπω: προσβλέπω προσέτι, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 28, 16, Στράβ. 154.
Greek Monolingual
Α
1. επιβλέπω, επιτηρώ επί πλέον («συμβαίνει τοῖς οὕτως ἐπισκοποῦσι προσεπιβλέπειν ἄλλην ὁδὸν τῆς ἀναγκαίας», Αριστοτ.)
2. προσβλέπω επί πλέον.