επιτηρώ

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηρῶ, -έω) τηρώ
νεοελλ.
επιβλέπω, εποπτεύω
μσν.
προσέχω, προστατεύω κάποιον
αρχ.-μσν.
1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ
αρχ.
1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ
2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος» — προσπάθησε ν’ ανακαλύψεις το σφάλμα
Αριστοφ.).