[Seite 761] noch dazu darauf drücken, Sp.
προσεπιθλίβω: [ῑ], ἐπιθλίβω, πιέζω προσέτι, Εὐμάθ. σ. 18.
Απιέζω κάτι από επάνω επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιθλίβω «πιέζω κάτι από πάνω»].