προσεπιπέμπω

English (LSJ)

send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιπέμπω: ἐπιπέμπω προσέτι, Προκοπ. Ἀνέκδ. σ. 54Β.

Greek Monolingual

Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).