προσεπιπέμπω
English (LSJ)
send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).
send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.
Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).