προσεπισχυρίζω

English (LSJ)

strengthen yet more, D.L.9.77; τὴν τόλμαν D.C. 40.39.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu, noch mehr verstärken, D. Cass. 40, 39.

Russian (Dvoretsky)

προσεπισχῡρίζω: еще более укреплять, усиливать (μὴ αἴρειν τὸν λόγον, ἀλλὰ π. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεπισχῡρίζω: ἐνισχύω προσέτι, Διογ. Λ. 9. 77, Δίων Κ. 40. 39.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ακόμη ισχυρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπισχυρίζομαι «εμμένω στους ισχυρισμούς μου»].