ἐνισχύω
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
A strengthen, confirm, ὁ χρόνος ταῦτα -ύσει πάντα Hp.Lex 3; ἄγγελος ἐνισχύων αὐτόν Ev.Luc.22.43:—Pass., Jul. Gal.Fr.7.
II intr., prevail in or prevail among, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist.EN 1180b4: abs., Id.PA653a31 al.; τοῦτ' ἐνισχύειν ἑκάστῳ Thphr. Sens. 63, cf. 67; παρά τισιν ἐ. ἐν παροιμίας μέρει D.S.20.58; ἐνίσχυσεν ὡς.. the opinion prevailed that... Id.5.57.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνεισ- PMerton 12.10 (I d.C.)
I tr. fortalecer, reforzar, dar vigor c. ac. abstr. ὁ δὲ χρόνος ταῦτα ἐνισχύσει πάντα Hp.Lex 3, τὴν βουλὴν σου LXX Ez.27.9, ταῦτα ὑποβαλλόντων καὶ ἐνισχυόντων Ἰουδαίων Mart.Pol.17.2, (φρόνησις δὲ καὶ λογισμοὶ) τὸ γῆρας ἐνισχύουσι Clem.Al.Paed.3.3.18
•c. ac. de pers. confortar, alentar ἄγγελος ἐνισχύων αὐτόν Eu.Luc.22.43, ἐάν με ἐνισχύσῃς, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι Hsch.H.Hom.1.7.20, en v. pas. ὑπ' ἀγγέλου θεὸς ὢν ἐνισχύεται Iul.Gal.95
•c. ac. de pers. y εἰς c. ac. animar a, infundir brío para ἐνισχύσεις με δυνάμει εἰς πόλεμον LXX 2Re.22.40.
II intr.
1 del viento tener fuerza ἐν δὲ ταῖς εὐρυχωρεστέραις τὸ πνεῦμα ... ἐνισχύει μᾶλλον Arist.PA 667a28, cf. Mete.362a26
•c. suj. abstr. tener preponderancia, prevalecer ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη Arist.EN 1180b4, cf. Thphr.Sens.67 (=Democr.A 135), D.S.1.18, αἱ ἐνισχύουσαι δόξαι las opiniones predominantes Phld.Piet.2168, cf. D.S.20.58, c. complet. ἐνίσχυσεν ὡς ... prevaleció (la idea de) que ... D.S.5.57, abs. ἡ γὰρ τοῦ θερμοῦ φύσις ἐνισχύουσα ποιεῖ τὴν αὔξησιν Arist.PA 653a31.
2 c. suj. de pers. cobrar fuerzas, recuperarse καὶ ἐνισχύσας ... ἐκάθισεν ἐπὶ τὴν κλίνην LXX Ge.48.2, cf. Is.57.10, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν Act.Ap.9.19, cf. Meth.Symp.266, ὅτι ἐν γαληνείᾳ τινὶ ἐνεισχύω PMerton l.c.
•mostrarse firme o resuelto en una conducta o actitud IClaros 1.P.2.49 (II a.C.)
•de cosas coger fuerza, hacerse fuerte πρὸ τοῦ ἐνισχύσαι τὸ φάρμακον antes de que el veneno coja fuerza Dsc.Alex.5
•fig. μὴ ἐάσῃς ἐνισχύειν μὴδὲ προάγειν no dejes que cobre fuerzas ni progrese (la fantasía), Arr.Epict.3.24.108.
3 c. suj. de pers. unir sus fuerzas a, asociarse con ἐπὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν LXX 2Es.20.30.
German (Pape)
[Seite 846] 1) worin erstarken, stark sein; ἐν ταῖς πόλεσιν ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist. Ethic. 10, 9; Sp., wie D. Sic. 20, 58; ἐνίσχυσεν ὡς, es ward herrschende Meinung, daß, 5, 57. – 2) darin befestigen, stärken, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
avoir ou prendre de la force dans, τινι;
NT: fortifier ; (fig.) réconforter.
Étymologie: ἐν, ἰσχύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνισχύω: черпать силу, укрепляться (ἐνισχύει ἐν ταῖς πόλεσι τὸ νόμιμα Arst.): ἐ. ἧττον Arst. ослабевать, слабеть; ἐνίσχυσεν ὡς αὐτοὶ πρῶτοι τὴν τῶν ἄστρων εὕρεσιν ἐποιήσαντο Diod. укоренилось мнение, что они первые создали науку о звездах.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνισχύω: ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ χρόνος ταῦτα ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερισχύω ἐν ἢ μεταξύ, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, παρά τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57.
English (Strong)
from ἐν and ἰσχύω; to invigorate (transitively or reflexively): strengthen.
English (Thayer)
1st aorist ἐνισχυσα; (cf. Buttmann, 145 (127));
1. intransitive, to grow strong, to receive strength: WH Tr marginal reading ἐνισχυθη); (Aristotle, Theophrastus, Diodorus, the Sept.).
2. transitive, to make strong, to strengthen (Hippocrates leg., p. 2,26 ὁ χρόνος ταῦτα πάντα ἐνισχυει); to strengthen one in soul, to inspirit: L brackets WH reject the passage).
Greek Monolingual
(AM ἐνισχύω) ισχύω
δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τον ενίσχυσε χρηματικά»)
αρχ.
1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.)
2. (απολ.) ισχύω, κρατώ
3. αποκτώ δυνάμεις («λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν», ΚΔ)
4. φρ. «ἐνισχύει ὡς» — επικρατεί η γνώμη ότι («ἐνίσχυσεν ὡς τὴν τῶν ἄστρων εὕρεσιν ἐποιήσαντο» — επικράτησε η γνώμη ότι..., ΚΔ).
Chinese
原文音譯:™niscÚw 恩-衣士虛哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)在內-強而有力
字義溯源:加添力量,加力,使強壯,健壯;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἰσχύω)=有力)組成;其中 (ἰσχύω)出自(ἰσχύς)=力量),而 (ἰσχύς)出自(ἶρις)X*=力)。參讀 (βεβαιόω)同義字
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 就健壯了(1) 徒9:19;
2) 加添力量(1) 路22:43