προσθλώ

Greek Monolingual

-άω, Α
χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο και το συντρίβω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλῶ «συντρίβω, σπάζω»].