προσκάμνω

English (LSJ)

A work longer, μικρὸν ἔτι π. App.Pun.97.
2 suffer besides, Paus.5.13.6.

German (Pape)

[Seite 767] (s. κάμνω), dabei, dazu, noch mehr arbeiten, sich bemühen, Sp., wie Paus. u. App.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάμνω: ἐργάζομαι μετὰ κόπου προσέτι, Ἀππ. Καρχηδ. 97. 2) πάσχω προσέτι, Παυσ. 5. 13, 6.

Greek Monolingual

Α
1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο
2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον
(«προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»].