προσκαταλύω
English (LSJ)
undo or dissolve besides, D.C.47.32; complete the ruin of, Lib.Or.28.15.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω επί πλέον
2. διαλύω επί πλέον
3. ολοκληρώνω μια καταστροφή («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.).