προσλάζομαι

English (LSJ)

v. προσλάζυμαι.

German (Pape)

[Seite 771] poet. statt προσλαμβάνω, Hesych.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προσλάζυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι, αρπάζω»].