προσσφάζω

English (LSJ)

slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-σφάζω ook nog slachten.

Russian (Dvoretsky)

προσσφάζω: атт. προσσφάττω закалывать (τινὰ τῷ μνήματί τινος Plut.).

Greek Monolingual

και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσσφάζω: ή -ττω, σφάζω επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.

Middle Liddell

or -ττω
to slay at a place, c. dat., Plut.