προσφόρημα

English (LSJ)

-ατος, τό,= προσφορά (victuals) ΙΙΙ.2, E.El.423.

German (Pape)

[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.

Russian (Dvoretsky)

προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσφορέω, προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.

Greek Monotonic

προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.