ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
βορά, βόσις, βοσκή, βόσκημα, βρῶμα, βρώμη, βρῶσις, βρωτός, βρωτύς, γεῦμα, δαίς, δεῖπνον, πρόσοισμα, προσφορά, προσφόρημα, σίτησις, σιτίον, σῖτος