προσωπολογία

Greek Monolingual

η, Ν
η σπουδή της αυτόματης μιμικής του προσώπου, που θεωρείται ως έκφραση της ψυχικής προσωπικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopologie (< πρόσωπο + -λογία)].