προσώνυμος

English (LSJ)

προσώνυμον, = ἐπώνυμος, IG42(1).84.29 (Epid., i A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
επώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. επ-ώνυμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].