προτήνιον

English (LSJ)

ἡλικία τις αἰγός· ἐν Καμειρέων ἱεροποίᾳ τράγον π. θύειν νόμος, Phot.; cf. πρατήνιον, πρητήν.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Φώτ.) «ἡλικία τις αἰγός
ἐν Καμειρέων ἱεροποιΐᾳ τράγον προτήνιον θύειν νόμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρατήνιον].