προφέριστος

English (LSJ)

προφέριστον, surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγιστος)].

German (Pape)

unregelm. superl. zu προφερής.