προχείρως

French (Bailly abrégé)

adv.
1 promptement, facilement;
2 au hasard, témérairement;
Cp. προχειροτέρως, Sp. προχειρότατα.
Étymologie: πρόχειρος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. βλ. πρόχειρος.

Russian (Dvoretsky)

προχείρως:
1 легко, без труда (ἀποκρίνασθαι Plat.);
2 легкомысленно, необдуманно (πιστεύειν Polyb.).

Spanish

enérgicamente