προϊδρύω

English (LSJ)

pre-establish, in Pass., Dam.Pr.13; ἓντὸ ἑκάστου προϊδρυμένον ib.28 bis.

Greek (Liddell-Scott)

προϊδρύω: ἱδρύω πρότερον, Πρόκλ. Παρμ. 637 (48), κτλ.

Greek Monolingual

Α
ιδρύω εκ τών προτέρων.