προϋφαρπάζω
English (LSJ)
snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
προϋφαρπάζω: раньше похищать, тайком утаскивать Sext.
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.
Greek Monolingual
Α ὑφαρπάζω
υφαρπάζω, αρπάζω κρυφά ή δόλια προηγουμένως.