προὔκειτο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

προὔκειτο: (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к πρόκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.