Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πρωκτοκήλη
Greek Monolingual
η, Ν ιατρ. η πρόπτωση του απευθυσμένου έξω από τον δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ.<πρωκτός+κήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].