πρωτόκουρος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 805] zuerst geschoren, beschnitten, Arist. H. A. 8, 8.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόκουρος: впервые сжатый или скошенный (sc. πόα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλόκουρος].