πρόσημο

Greek Monolingual

το, Ν
μαθ. το σύμβολο συν (+) ή πλην (-) που χαρακτηρίζει τους αριθμούς, αντίστοιχα, ως θετικούς ή αρνητικούς στην άλγεβρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -σημο (< σῆμα), πρβλ. παρά-σημο].