πλην

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν
Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει του... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.)
γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.)
αρχ.
εκτός αυτού, επί πλέον αυτού
II. νεοελλ. σύμβολο της πράξης της αφαίρεσης (-), μείονεπτά πλην δύο»). III. (ως σύνδ.) (μσν.-αρχ.) παρά μόνο, εκτός από (α. «οὐκ οἶδα πλὴν ἕν», Σοφ.
β. «παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί», Πλάτ.)
αρχ.
1. φρ. α) «πλὴν εἰ» ή «πλὴν ὅταν» — εκτός αν («οὐδεὶς οἶδεν τὸν θησαυρόν τὸν ἐμὸν πλὴν εἴ τις ἄρ' ὄρνις», Αριστοφ.)
β) «πλὴν ἤ» — εκτός από, παρά μόνο («οὐδὲν κάκιον... πλὴν ἄρ' ἤ γυναῖκες», Αριστοφ.)
γ) «πλὴν ἤ ὅτι» — εκτός του ότι, παρά μόνο ότι («τί διαφέρουσιν πλὴν ὅτι ψηφίσματα γράφουσιν», Αριστοφ.)
2. δε, όμως («πολλὴν στρατιάν ἀθροίσας πλὴν ἄπειρον μάχης», Ηρωδιαν.)
3. χρησιμεύει για να διακόψει κανείς το λόγο του και να μιλήσει παρενθετικά για κάτι άλλο («πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλήν (όπως και το αντίθετό της δήν) έχει προέλθει από την αιτ. ενός αμάρτυρου ονόματος, το οποίο ανάγεται στη ρίζα πελᾱ-/ πλᾱ- του επιρρ. πέλας «κοντά», με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας, οπότε η αναμενόμενη σημ. του πλήν θα ήταν «κοντά». Ανάλογη εξέλιξη από αρχική σημ. «κοντά, πλησίον» σε σημ. «εκτός από, χωρίς, παρά μόνο» παρατηρείται στην πρόθεση παρά και στο λατ. praeter «κοντά, χωρίς, εκτός»].