πρόσλημμα

English (LSJ)

-ατος, τό, upper garment, τῆς θεοῦ Michel 832.20 (Samos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 772] τό, das noch außerdem dazu Genommene, Gregor. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσλημμα: τό, τὸ προσληφθέν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 524Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ήμματος, τὸ, Α προσλαμβάνω
1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση
2. το εξωτερικό ένδυμα
3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση της θείας και της ανθρώπινης φύσης μέσω της σαρκώσεως από τον Υιό του Θεού.