πρόσπου

English (LSJ)

about, of round numbers, Mon.Anc.Gr.14.1, al.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για στρογγυλούς αριθμούς) περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + που (πρβλ. περίπου)].