πρόσρηξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (προσρήγνυμι) dashing against, Sm.2 Ki.5.24, Sch.D Il.1.34.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσρηξις: ἡ, (προσρήγνυμι) ἡ μεθ’ ὁρμῆς πρόσκρουσις, τὸ κτύπημα καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α προσρήγνυμι
ορμητική πρόσκρουση και θραύση ενός πράγματος.