πτέρνιξ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 808] ικος, ὁ, der mittelste Hauptstengel der Artischocke, auch στέρνιξ u. τέρναξ.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρνιξ: ῐκος, ὁ, (πτέρνα) ὁ μέσος καυλὸς τῆς Σικελικῆς κάκτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4. 11· πέρνιξ παρ’ Ἀθην. 70Ε.
Greek Monolingual
-ικος, ὁ, Α
ο μεσαίος καυλός της σικελικής κάκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. στέρνιξ, χόλιξ)].