ὁ, a kind of hawk, Arist.HA620a19.
[Seite 808] ὁ, ein Raubvogel, Arist. H. A. 9, 36, v.l. πέρνης, u. Hesych.
πτέρνις: v.l. πτερνίς и πτέρνης, εως ὁ птернис (род хищной птицы) Arst.
πτέρνις: ὁ, εἶδος ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1.
ὁ, Αείδος γερακιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνα ή < πτερόν.