πτερνίς

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερνίς Medium diacritics: πτερνίς Low diacritics: πτερνίς Capitals: ΠΤΕΡΝΙΣ
Transliteration A: pternís Transliteration B: pternis Transliteration C: pternis Beta Code: pterni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, bottom of a dish, Alex.329, Ael.Dion.Fr.289.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, = πτέρνα, VLL., bei Phot. u. Poll. 4, 182 aus Alexis, πυθμένιον τῶν λεκανίων.

Greek (Liddell-Scott)

πτερνίς: -ίδος, ἡ, ὁ πυθμὴν λεκάνης, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 54, Εὐστ. 870, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερνίς· τὰ πυθμένια τῶν ἰατρικῶν λεκανίδων».

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πυθμένας λεκάνης την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως στην ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θαλαμίς)].