πτέρωσις
English (LSJ)
πτερώσεως, ἡ,
A plumage, Ar.Av.94,97; ἀπολαμβάνειν τὴν πτέρωσιν, opp. πτερορρυεῖν, Arist.HA564b2, cf. 601b6, PA642b24.
2 feathering of arrows, Aen. Tact.31.27.
3 pl., names of parts of surgical machines, Orib. 49.4.9, al.
II metaph., λόγων πτέρωσις (cf. πτερόεις ΙΙ) Jul.Ep. 193.
German (Pape)
[Seite 809] ἡ, die Befiederung; Ar. Av. 94. 97; Arist. H. A. 6, 9; Luc. Gall. 23.
French (Bailly abrégé)
πτερώσεως (ἡ) :
appareil d'ailes ou appareil de plumes, plumage.
Étymologie: πτερόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πτέρωσις: πτερώσεως ἡ оперение Arph., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρωσις: ἡ, τὸ πτέρωμα, τὰ πτερά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 94. 97· ἀπολαμβάνειν τὴν πτ., ἀντίθετον τῷ πτερορρυεῖν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9, 3, πρβλ. 8. 18, 4, π. Ζ. Μορ. 1, 3, 1, κτλ.
Greek Monotonic
πτέρωσις: ἡ (πτερόω), φτερά, σε Αριστοφ.