πτεροφύτευτος

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος μὲ πτερά, κῆπος πτ., ἐπὶ τοῦ ταῶ, Μανασσ. Χρον. 264.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά
2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)].