πτωχοπρόδρομος

Greek Monolingual

ο, Ν
ως προσηγ.
1. άνθρωπος μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, παραπονιάρης, μουρμούρης, κλαψιάρης, κλαψομοίρης
2. άνθρωπος, και ιδίως λόγιος, που ασχολείται με μηδαμινά και ανάξια λόγου πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + Πρόδρομος (πρβλ. και πτωχοπροδρομισμός)].