γκρινιάρης

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο γκρίνια
1. αυτός που συνεχώς παραπονείται
2. εριστικός, καβγατζής
3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει.