γκρινιάρης
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
-α, -ικο γκρίνια
1. αυτός που συνεχώς παραπονείται
2. εριστικός, καβγατζής
3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει.