μουρμούρης

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-α, ικο μουρμούρα
(ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά
β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης.