πυγλίον

English (LSJ)

or πυγαῖον, τό, dub. sens., part of an ἀκινάκης, different from λαβή and κολεόν, IG22.1421.30, 1425.77, 1424a.80.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μέρος του ακινάκη, του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί της λ. πυγαῖον (< πυγαῖος < πυγή)].