πυθόχρηστος
Greek Monolingual
-ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α
1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.)
2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.)
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Διονύσου
4. το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυθόχρηστον
πυθικός χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + χρηστός / χρήστης (πρβλ. θεό-χρηστος, υπο-χρήστης)].
Russian (Dvoretsky)
πῡθόχρηστος: Aesch., Eur., Arst. = πυθοχρήστης.