πυκνοκίνδυνος
English (LSJ)
πυκνοκίνδυνον, ever in dangers, v.l. for μικροκίνδυνος in Arist.EN1124b7.
German (Pape)
[Seite 815] sich häufig in Gefahr begebend, Arist. eth. 4, 3, zw.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'expose fréquemment au danger.
Étymologie: πυκνός, κίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
πυκνοκίνδῡνος: часто подвергающийся опасности (Arst. - v.l. μεγαλοκίνδυνος).
Greek (Liddell-Scott)
πυκνοκίνδῡνος: -ον, ὁ πυκνὰ ῥιψοκινδυνεύων διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ριψοκινδυνεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κίνδυνος.