μικροκίνδυνος
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
μικροκίνδυνον, exposing oneself to danger for trifles, opp. μεγαλοκίνδυνος, Id.EN1124b7.
German (Pape)
[Seite 184] sich um Kleinigkeiten in Gefahr wagend, Arist. eth. 4, 3, Gegensatz μεγαλοκίνδυνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court peu de danger.
Étymologie: μικρός, κίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροκίνδῡνος: подвергающий себя опасностям из-за пустяков Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐκθέτων ἑαυτὸν εἰς κίνδυνον διὰ μηδαμινὰ πράγματα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
Greek Monolingual
μικροκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ριψοκίνδυνος)].
Greek Monotonic
μῑκροκίνδῡνος: -ον, αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για ασήμαντα πράγματα, σε Αριστ.
Middle Liddell
μῑκρο-κίνδῡνος, ον
exposing oneself to danger for trifles, Arist.