πυκνωτής

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που πυκνώνει κάτι
2. (ηλεκτρολ.) σύστημα δύο αγωγών ή οπλισμών οι οποίοι διαχωρίζονται με μονωτικό υλικό, σύστημα ικανό να συσσωρεύει ηλεκτρικά φορτία αντίθετου προσήμου στους δύο οπλισμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνώνω, απόδοση στην ελλ. τών αγγλ. capacitor και γαλλ. condensateur. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό].