πυππάζω

English (LSJ)

cry πύππαξ, Cratin.52.

German (Pape)

[Seite 819] u. πυπάζω, eigtl. πύππαξ od. πύπαξ rufen und seine Verwunderung dadurch zu erkennen geben, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες, ὁ δ' ὄνος ὕεται, Cratin. in VLL.; τινά, Einen laut bewundern. S. ὑπερπυππάζω.

Greek Monolingual

Α πύππαξ
φωνάζω πύππαξ.