ὑπερπυππάζω
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
acclaim beyond measure, τινα Ar.Eq.680.
German (Pape)
[Seite 1201] Einen übermäßig unter dem Zurufe πύππαξ bewundern, Ar. Equ. 678; s. Phryn. in B. A. 69.
French (Bailly abrégé)
accueillir par des bravos excessifs.
Étymologie: ὑπέρ, πύππαξ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπυππάζω: восторженно одобрять, встречать шумными одобрениями (τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπυππάζω: ὑπερθαυμάζω, «ὑπερπυππάζειν: ὑπερθαυμάζειν, ἐκπλήττεσθαι, παρὰ τὸ πύππαξ, ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ» (Α. Β.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 680, ἴδε πύππαξ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αναφωνώ με θαυμασμό που ξεπερνά τα συνηθισμένα και φυσιολογικά μέτρα («οἱ δ' ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με ἅπαντες», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πυππάζω «αναφωνώ με θαυμασμό» (< πύππαξ «επιφώνημα θαυμασμού»)].
Greek Monotonic
ὑπερπυππάζω: (πύππαξ), θαυμάζω υπερβολικά κάποιον, τον περιποιούμαι και τον χαϊδεύω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πύππαξ
to make very much of one, to fondle and caress him, Ar.