πυρομαντεία

English (LSJ)

ἡ, divination from fire, PMag.Leid.W.17.4 (dub.), Isid.Etym.8.9.13.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
μαντεία που τελείται με τη χρήση φωτιάς
νεοελλ.
(λαογρ.) είδος φυσικής και τεχνητής μαντείας με βάση διάφορες σχετικές με τη φωτιά παρατηρήσεις, αλλ. εμπυροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μαντεία.

German (Pape)

ἡ, = πυρομαντία.