πυόρροια

English (LSJ)

ἡ, discharge of matter, Dsc.5.113.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Eiterfluß, Medic.