πωλάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of πῶλος, young foal, Pl. ap. D.L.5.2, Ar. Byz.Epit.145.1, Sch.Ar.V.195.

German (Pape)

[Seite 826] τό, dim. von πῶλος, kleines Fohlen, Plat. bei D. L. 5, 2.

Russian (Dvoretsky)

πωλάριον: (ᾰ) τό жеребенок Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πωλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῶλος, μικρὸς πῶλος, ἡμᾶς ἐλάκτισε, καθαπερεὶ πωλάρια γεννηθέντα τὴν μητέρα Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 2, περὶ τοῦ Ἀριστοτέλους.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του πώλος) το πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. -άριο(ν) (πρβλ. πλοιάριον)].