πωλήτρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of πωλητήρ, Poll.3.80.

Greek (Liddell-Scott)

πωλήτρια: ἡ, θηλυκ. τοῦ πωλητήρ, «πωληταὶ πωλήτριαι» Πολυδ. Γ´, 80.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. πωλητής.