πωλητήρ

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητήρ Medium diacritics: πωλητήρ Low diacritics: πωλητήρ Capitals: ΠΩΛΗΤΗΡ
Transliteration A: pōlētḗr Transliteration B: pōlētēr Transliteration C: politir Beta Code: pwlhth/r

English (LSJ)

πωλητῆρος, ὁ, = πωλητής, Ph.1.161; τοὶ π. τᾶν δεκατᾶν SIG241.195 (Delph., iv. B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλητήρ: ῆρος, ὁ, = πωλητής, Φίλων 1. 161.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμητήρ)].